- ουδενόσωρος
- οὐδενόσωρος, -ον (Α)ανάξιος φροντίδας, προσοχής ή λόγου, αξιοκαταφρόνητος.[ΕΤΥΜΟΛ. < οὐδέν, -ενός + ὤρα (II) «φροντίδα» (πρβλ. ολίγ-ωρος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οὐδενόσωρος — worth no notice masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδενόσωρον — οὐδενόσωρος worth no notice masc/fem acc sg οὐδενόσωρος worth no notice neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐδενόσωρα — οὐδενόσωρος worth no notice neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)